
Πολυπαραγοντική είναι η αιτιολογία των συναισθηματικών διαταραχών, μια που περιλαμβάνουν τη γενετική, δηλαδή τα γονίδιά μας, αλλά και ψυχοδυναμικούς, κοινωνικούς και νευροβιολογικούς παράγοντες.
Οι μελέτες που έχουν διεξαχθεί σε οικογένειες και δίδυμα αδέρφια καταδεικνύουν αυξημένες πιθανότητες εμφάνισης μιας διαταραχής της διάθεσης σε ένα άτομο όταν στο στενό οικογενειακό περιβάλλον του υπάρχουν μια ή περισσότερες ανάλογες περιπτώσεις.
Αν και αντίστοιχες μελέτες είναι δύσκολο να πραγματοποιηθούν προκειμένου να αποδείξουν την άμεση σχέση της επίδρασης μιας στρεσογόνου κατάστασης (που προκαλείται από συγκεκριμένα ή μη, δυσάρεστα γεγονότα ζωής όπως ένας θάνατος ή ένα διαζύγιο) στην πρόκληση των διαταραχών αυτών, θεωρείται σχεδόν δεδομένη η συμβολή τέτοιων κοινωνικών παραγόντων στην εμφάνιση μονοπολικών και διπολικών διαταραχών.
Οι ψυχοδυναμικές θεωρίες αναφέρουν ότι χαμηλή αυτοπεποίθηση και τάση για έντονη αυτοκριτική αλλά ακόμα και θυμός που διοχετεύουν τα άτομα προς τον εαυτό τους είναι κοινά γνωρίσματα των ασθενών με διαταραχές της διάθεσης. Μια ασταθής σχέση μητέρας-παιδιού σε νηπιακή ή ακόμα και σε βρεφική ηλικία, καθώς και συναισθήματα ανασφάλειας εκ μέρους του παιδιού που συνήθως εμφανίζονται σε τέτοιες σχέσεις, έχουν μερίδιο ευθύνης για την συναισθηματική διαταραχή. Αυτό συμβαίνει διότι σε τέτοια ηλικία το παιδί βιώνει την ασταθή αυτή σχέση ως έναν επώδυνο αποχωρισμό αλλά και ως απόρριψη από την πλευρά της μητέρας. Το γεγονός αυτό ευαισθητοποιεί το παιδί και το καθιστά ευάλωτο σε μελλοντικές απώλειες (ατόμων, σχέσεων, εργασίας, κτλ). Σε ακόμα πιο ευάλωτη θέση βρίσκονται τα παιδιά που έχασαν κάποιον από τους δύο γονείς.
Οι νευροβιολογικοί παράγοντες περιλαμβανουν διαταραχές σε ουσίες που μεταβιβάζουν ερεθίσματα στα νευρικά κύτταρα του εγκεφάλου και γι’αυτό ονομάζονται νευροδιαβιβαστές. Τέτοιες ουσίες είναι για παράδειγμα η γνωστή σεροτονίνη, η ντοπαμίνη, η ακετυλοχολίνη κ.ά. Παρόλο που στο παρελθόν θεωρούνταν ότι οι ασθενείς με διαταραχές της διάθεσης είχαν κάποια ανεπάρκεια σε κάποιον από τους νευροδιαβιβαστές, σήμερα οι μελέτες δείχνουν ότι ίσως κάποια περισσότερο πολύπλοκη εξήγηση θα μπορούσε να δώσει ικανοποιητικότερα αποτελέσματα για το μηχανισμό μονοπολικών και διπολικών διαταραχών. Και αυτό διότι έρευνες δείχνουν ότι πολλοί από τους καταθλιπτικούς ασθενείς δεν παρουσιάζουν καμία απολύτως ανεπάρκεια στη νευροδιαβίβαση αλλά ούτε και ανταποκρίνονται στη θεραπεία με αντικαταθλιπτικά.
Μια σύνθεση όλων των παραπάνω παραγόντων μπορεί να είναι μια πιο προσεγγιστική απάντηση στο γιατί δημιουργούνται οι συναισθηματικές διαταραχές. Επειδή είναι από τις πλέον συχνά εμφανιζόμενες διαταραχές, συγκεντρώνουν όλο το ερευνητικό ενδιαφέρον προκειμένου να γίνει απόλυτα αντιληπτός ο μηχανισμός τους ώστε τελικά να βρεθεί μια πιο ολοκληρωμένη αντιμετώπιση και να ελαττωθούν οι πιθανότητες εμφάνισης υποτροπής. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι αν δεν αντιμετωπιστούν σωστά τα πρώτα κυρίως επεισόδια της διαταραχής, η υποτροπή που θα ακολουθήσει θα επιφέρει πιο ανθεκτικά συμπτώματα. Είναι, λοιπόν, αναγκαίο να διαγνωστεί εγκαίρως και να δοθεί η πλέον αρμόζουσα αγωγή (φαρμακευτική και ψυχολογική υποστήριξη) προκειμένου να βελτιωθεί το επίπεδο της ποιότητας ζωής τόσο του ίδιου του ατόμου, όσο και της οικογένειάς του. Σημαντικό ρόλο για την έγκαιρη αναγνώριση της διαταραχής παίζει το άτομο και η οικογένεια αυτού αλλά και το κοινωνικό σύνολο και οι γιατροί πρωτοβάθμιας περίθαλψης στους οποίους συνήθως αρχικά απευθύνονται τα άτομα με συναισθηματική διαταραχή (προτού καταλήξουν στους ειδικούς της ψυχικής υγείας) προκειμένου να βιώσουν μια πρώτη ύφεση στα συμπτώματα. Αν και η ευρεία γνωστοποίηση στο κοινό ελάττωσε το “στίγμα” που φέρουν τα άτομα με αντίστοιχες νόσους, γεγονός που εμπόδιζε πολλούς ανθρώπους να αναγνωρίσουν, να εκφράσουν αλλά και ν’αντιμετωπίσουν τα αρνητικά τους συναισθήματα, είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι η άμεση αναζήτηση “βοήθειας” και η έγκυρη διάγνωση μπορεί να επιφέρει μια επιτυχή αντιμετώπιση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου